Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ηλάτης [ilátis] & (λαϊκότρ.) -λάτης [látis] (βλ. σημ. β) : β' συνθετικό σε αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει πρόσωπο ικανό να οδηγήσει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό. α. σε λόγιας προέλευσης λέξεις: αρματ~, ποδ~. || κωπ~. β. (κυρίως λαϊκότρ.): αμαξολάτης, αλογολάτης, στρατολάτης.
[α: λόγ. < αρχ. -ηλάτης (< θ. του ἐλαύνω) ως β' συνθ.: αρχ. ζευγ-ηλάτης· β: ελνστ. -λάτης < αρχ. -ηλάτης (με αντικατάσταση του -η- από το συνδετικό φων. -ο- και νέα ανάλ.) ως β' συνθ.: ελνστ. ἁμαξ-ο-λάτης, μσν. γαϊδου ρο-λάτης (δες λ.)]