Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ετία"
1 εγγραφή
-ετία [etía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά με α' συνθετικό συνήθ. απόλυτο αριθμητικό στη λόγια μορφή του· αντιστοιχούν συνήθ. στα οικεία επίθετα σε -ετής· δηλώνει το σύνολο των συμπληρωμένων ημερολογιακών ετών που συνεπάγεται το α' συνθετικό· (πρβ. -ετηρίδα): εικοσα~, δεκαπεντα~, τρι~, τριακονταπεντα~.

[λόγ. < αρχ. -ετία < -έτ(ης) -ία ως β' συνθ.: αρχ. δεκα-ετία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες