Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ερός -ερή -ερό [erós] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων: 1. παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την έντονη παρουσία των στοιχείων που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ηρός, -αρός): (αμμούδα) αμμουδερός, (αγκάθι) αγκαθερός, (βροχή) βροχερός, (ζουμί) (ζουμερός), (λάδι) λαδερός, (λάσπη) λασπερός, (λίγδα) λιγδερός, (τύχη) τυχερός. 2. παράγωγων από ρήματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο μπορεί, είναι κατάλληλο να προκαλέσει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (αστράφτω) αστραφτερός, (θλί βω) θλιβερός, (λάμπω) λαμπερός.
[αρχ. μεταρ. & μετον. επίθημα -ερός: αρχ. φόβ-ος, φοβ-ῶ > φοβ-ερός, φθόν-ος, φθον-ῶ > φθον-ερός, δρόσ-ος > δροσ-ερός, γλυκ-ύς > γλυκ-ερός & μσν. -ερός < αρχ. επίθημα -ηρός με τροπή του άτ. [ir > er] : μσν. τυχ-ερός < αρχ. τυχηρός (< τύχη), καματ-ερός < αρχ. καματηρός (< κάματος)]