Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ερία"
1 εγγραφή
-ερία [ería] : (σπάν.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα που προσφέρει, σερβίρει, συνήθ. αποκλειστικά, αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -αρία, -ερί): (τσάι) τσαγερία, (σπαγγέτι) σπαγγετερία.

[λόγ. < ιταλ. -eria επίθημα δηλωτικό καταστήματος (συγγ. του -αρία < βεν. -aria): σπαγγετ-ερία < spaghetteria, πιτσ-ερία < pizzeria παράλλ. προς το πιτσ-αρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες