Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ερί [erí] : επίθημα ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα που προσφέρει, σερβίρει, συνήθ. αποκλειστικά, αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ερία): (κρέπα) κρεπερί, (σούπα) σουπερί, (σπαγγέτι) σπαγγετερί.
[λόγ. < γαλλ. επίθημα -erie (συγγ. του ιταλ. -eria) σε ατελώς προσαρμοσμένα δάνεια: πατισ-ερί < patisserie]
- -ερία [ería] : (σπάν.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα που προσφέρει, σερβίρει, συνήθ. αποκλειστικά, αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -αρία, -ερί): (τσάι) τσαγερία, (σπαγγέτι) σπαγγετερία.
[λόγ. < ιταλ. -eria επίθημα δηλωτικό καταστήματος (συγγ. του -αρία < βεν. -aria): σπαγγετ-ερία < spaghetteria, πιτσ-ερία < pizzeria παράλλ. προς το πιτσ-αρία]