Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-εμπορία"
1 εγγραφή
-εμπορία [emboría] & -εμπόριο [embório] : τα ουσιαστικά εμπορία και εμπόριο ως β' συνθετικά σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνουν την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας με αντικείμενο αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: δερματ~, ζω~, καπνεμπόριο.

[λόγ. -έμπορ(ος) -ία (πρβ. αρχ. ἐμπορία `εμπόριο΄) ως β' συνθ.· λόγ. < ουσ. εμπόριον ως β' συνθ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες