Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -εμπορία [emboría] & -εμπόριο [embório] : τα ουσιαστικά εμπορία και εμπόριο ως β' συνθετικά σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνουν την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας με αντικείμενο αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: δερματ~, ζω~, καπνεμπόριο.
[λόγ. -έμπορ(ος) -ία (πρβ. αρχ. ἐμπορία `εμπόριο΄) ως β' συνθ.· λόγ. < ουσ. εμπόριον ως β' συνθ.]