Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-εια"
6 εγγραφές [1 - 6]
-εια [ia] : επίθημα αφηρημένων προπαροξύτονων θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται: 1. από οξύτονα ρήματα· δηλώνει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος από το οποίο παράγεται: (καλλιεργώ) καλλιέργεια, (προσπαθώ) προσπάθεια, (ωφελώ) ωφέλεια. 2. από επίθετα σε -ής -ής -ές· δηλώνει κατάσταση ή ιδιότητα σχετική με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ασθενής) ασθένεια, (διαρκής) διάρκεια.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. μετεπιθ., σπάν. μεταρ. επίθημα αφηρ. θηλ. ουσ. -εια: αρχ. ἀληθ-ής > ἀλήθ-εια, ἀσθεν-ής > ἀσθέν-εια, ὠφελ(ῶ) > ὠφέλ-εια]

-ειά [] (η προφορά εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· δηλώνει το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος που υπάρχει ως πρωτότυπη λέξη: (χηρεύω) χηρειά, (αδειάζω) αδειά, (παντρεύω) παντρειά.

[αρχ. μεταρ. επίθημα -εία (δες στο -εία 1): αρχ. χηρ-εία (< χηρ-εύω) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και σύμπτωση προς το επίθημα -ιά 2 (< -ία): μσν. παντρ-εία (< υπαντρ-εία) και νέα ανάλ.: παντρ(εύω) - παντρ-ειά]

-εία 1 [ía] : επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα σε -εύω· δηλώνει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος που υπάρχει ως πρωτότυπη λέξη: (γοητεύω) γοητεία, (ειρωνεύομαι) ειρωνεία, (κολακεύω) κολακεία, (μαγεύω) μαγεία, (μαθητεύω) μαθητεία, (μαντεύω) μαντεία, (μεσιτεύω) μεσιτεία, (αντιπροσωπεύω) αντιπροσωπεία. || σε συγκεκριμένες περιπτώσεις δηλώνει τόπο, κτίριο και την αντίστοιχη αρχή, υπηρεσία που εδρεύει εκεί: (εφορεύω) εφορεία, (πρεσβεύω) πρεσβεία.

[λόγ. < αρχ. μεταρ. επίθημα θηλ. ουσ. -εία με βάση μετον. ρ. -εύω: αρχ. κολακ-εύω (< κόλαξ) > κολακ-εία, εἰρων-εύομαι (< εἴρων) > εἰρων-εία, ελνστ. ἁλι-εύω > ἁλι-εία]

-εία 2 : επίθημα για το σχηματισμό του θηλυκού γένους λόγιων επιθέτων σε -ύς -εία -ύ: (αμβλύς) αμβλεία, (βραχύς) βραχεία, (ευρύς) ευρεία, (οξύς) οξεία.

[λόγ. < αρχ. επίθημα θηλ. επιθ. -εία: αρχ. εὐθ-εῖα]

-ειος 1 -εια -ειο [ios] : επίθημα με λόγια προέλευση επιθέτων παράγωγων κυρίως από κύρια ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο ανήκει ή αναφέρεται σ΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ιος 1 -ια -ιο): (Aπόλλων) απολλώνειος, (Aισχύλος) αισχύλειος, (Λουδοβίκος) λουδοβίκειος, (Λούκουλλος) λουκούλλειος, (Kύκλωπας) κυκλώπειος. || ο πληθυντικός του ουδετέρου δηλώνει την τέλεση οργανωμένων εορταστικών εκδηλώσεων προς τιμήν του προσώπου που εκφράζει η λέξη από την οποία παράγεται· (βλ. -ια 3): (Γρηγόρης Λαμπράκης) Λαμπράκεια.

[λόγ. < αρχ. μετουσ. επίθημα -ειος παραγωγικό επιθ.: αρχ. ἐπί-γειος, τέλ-ειος `που πραγματώνει το σκοπό του, τέλειος΄, Κυκλώπ-ειος]

-ειος 2 -εια -ειο [ios] (η προφορά εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αναφέρεται ή ταιριάζει σ΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ιος 2 -ια -ιο): (γυναίκα) γυναίκειος, (αντρικός) αντρίκειος, (πρόβατο) πρόβειος.

[αρχ. -ειος (δες στο -ειος 1) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες