Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -δότης [δótis] θηλ. συνήθ. -δότρια [δótria], στις περιπτώσεις που σχηματίζεται : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που ενεργεί και που συνήθ. παρέχει, δίνει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αιμο~, αιμοδότρια· γνωμο~, εντολο~, κεφαλαιο~, πληροφοριο~, χρηματο~. || δηλώνει όργανο, μηχάνημα, συσκευή με ανάλογη λειτουργία: βηματο~, σηματο~.
[λόγ. < αρχ. -δότης θ. συγγ. του ρ. δίδωμι `δίνω΄ ως β' συνθ.: αρχ. ἐργο-δότης `που αναθέτει εργασία΄, μισθο-δότης `ταμίας πληρωμών΄· λόγ. -δό(της) -τρια]
- -δότηση [δótisi] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει γενικά την παροχή αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό, σε αντιστοιχία με ρήμα σε -δοτώ: δανειο~, ηλεκτρο~, σηματο~, συνταξιο~, τροφο~, χρηματο~,
[λόγ. -δοτη- (< -δοτώ) -σις > -ση (πρβ. σπάν. μσν. προικο-δότησις)]