Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-δρομία"
1 εγγραφή
-δρομία [δromía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει άθλημα που γίνεται με το όχημα, το μέσο, τον τρόπο ή στο χώρο που υποδηλώνει το α' συνθετικό: αρματο~, ιππο~, λαμπαδη~, λεμβο~, ποδηλατο~, σκυταλο~, χιονο~.

[λόγ. < αρχ. -δρομία (< -δρόμ(ος) -ία) ως β' συνθ.: αρχ. ἱππο-δρομία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες