Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -δρομία [δromía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει άθλημα που γίνεται με το όχημα, το μέσο, τον τρόπο ή στο χώρο που υποδηλώνει το α' συνθετικό: αρματο~, ιππο~, λαμπαδη~, λεμβο~, ποδηλατο~, σκυταλο~, χιονο~.
[λόγ. < αρχ. -δρομία (< -δρόμ(ος) -ία) ως β' συνθ.: αρχ. ἱππο-δρομία]