Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -γονος [γonos] : σε παραγωγή με προθήματα· σχηματίζει ουσιαστικά που χαρακτηρίζουν ένα πρόσωπο από την πληροφορία καταγωγής του που συνεπάγεται το πρόθημα: από~, επί~, πρό~.
[λόγ. < αρχ. -γονος θ. συγγ. του ρ. γί(γ)νομαι (σύγκρ. γόνος) ως β' συνθ.: αρχ. ἀπό-γονος]
- -γόνος -ος -ο [γónos] θηλ. (σπάν.) & -α : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει την ιδιότητα ή χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα να προκαλεί αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αλλεργιο~, ασφυξιο~, δακρυ~, καρκινο~, σιελο~, σμηγματο~, σπερματο~.
[λόγ. < διεθ. -gon < αρχ. -γόνος `που παράγει΄, θ. συγγ. του ρ. γί(γ)νομαι (σύγκρ. γόνος) ως β' συνθ.: αρχ. παιδο-γόνος `που κάνει παιδιά΄ & διεθ. -gen < αρχ. -γόνος (σφαλερά αντί -gon): οξυ-γόνο, υδρο-γόνο < γαλλ. oxygène, hydrogène]