Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -γος -γη -γο [γos] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων με στερητική σημασία από ρήματα: αχόρταγος. || συχνά παράλληλα με ρηματικό επίθετο σε -τος από το οποίο όμως μπορεί να διαφοροποιείται ως προς το επίπεδο ύφους ή τη σημασία· στην περίπτωση αυτή το επίθετο λειτουργεί ως αντίθετο παθητικών μετοχών σε -μένος: ανάρμεγος, ατύλιγος.
[μσν. επίθημα -γος < -ος σε ρ. με θ. σε -γ-: ανάρμεγ-ος, μσν. αβάστα-γος ή με βάση μππ. σε -γ-: φραγ-μένος - άφραγ-ος]



