Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -βόλος -α -ο [vólos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: I. σκορπίζει, εκπέμπει, διαχέει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ακτινο~, κεραυνο~, σπινθηρο~, φεγγο~, φωτο~. II1. ρίχνει, πετά αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αεριο~, φλογο~. || με τον τρόπο που εκφράζει το α' συνθετικό: ταχυ~. 2. σε ουσιαστικοποιημένα επίθετα: δισκο~, σφαιρο~, σφυρο~, πολυβόλο· (βοτ.) φυλλοβόλα.
[λόγ. < αρχ. -βόλος θ. συγγ. του ρ. βάλλω ως β' συνθ., παραγωγικό ονομάτων που δηλώνουν ενέργεια: αρχ. λιθο-βόλος `στρατιώτης που ρίχνει πέτρες΄, ελνστ. σημ.: `μηχάνημα που ρίχνει πέτρες΄, ελνστ. δισκο-βόλος, κεραυνο-βόλος `που ρίχνει τον κεραυνό΄ (επίθ. του Δία)]