Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-αριό"
3 εγγραφές [1 - 3]
-άριο [ário] : υποκοριστικό επίθημα με λόγια προέλευση ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά. 1. με περιορισμένη την καθαρά υποκοριστική σημασία: (πλοίο) πλοιάριο· συχνά με απώλεια της υποκοριστικής σημασίας: (βιβλίο) βιβλιάριο, (δέλτος) δελτάριο, (σωλήνας) σωληνάριο, (ωό) ωάριο. 2. κυρίως με μειωτική ή ειρωνική σημασία, όταν η πρωτότυπη λέξη δηλώνει ιδιότητα· (πρβ. -ίσκος): (άνθρωπος) ανθρωπάριο, (δεσποινίς) δεσποινάριο, (φοιτητής) φοιτητάριο.

[λόγ. < αρχ. -άριον (δες στο -άρι 2) & νλατ. -arium: ακου-άριο, πλανητ-άριο (δες λ.)]

-αριό [arjó] : επίθημα ουδέτερων τοπικών ή περιεκτικών ουσιαστικών· δηλώνει: 1. τόπο: (καμπάνα) καμπαναριό, (πλύστρα) πλυσταριό. || τόπο γεμάτο από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (κεραμίδα) κεραμιδαριό, (σκουπίδια) σκουπιδαριό. 2. (μειωτ.) σύνολο προσώπων με την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (γύφτος) γυφταριό, (κηφήνας) κηφηναριό, (παπάς - παπάδες) παπαδαριό, (φοιτητής) φοιτηταριό· (πρβ. -αρία3). || σε χαρακτηρισμό προσώπου επιτείνοντας την αρνητική ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (πούστης) πουσταριό, (Kατίνα) κατιναριό.

[μσν. -αρείο με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < -άρ(ης) (δες λ.) με προσθήκη του επιθήματος -είο(ν) > -ειό (ορθογρ. απλοπ.): μσν. τα καρβουν-αρεία (μαρτυρείται ως όν. περιοχής της Κωνσταντινούπολης)]

-άριος [ários] : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που έχει επάγγελμα σχετικό με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (αποθήκη) αποθηκάριος, (βιβλιοθήκη) βιβλιοθηκάριος. || (αρχή) αρχάριος.

[λόγ. < ελνστ. -άριος < λατ. -arius (δες -άρης): ελνστ. λεγιον-άριος < λατ. legionarius]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες