Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-αρία"
3 εγγραφές [1 - 3]
-αρία [aría] : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών· δηλώνει: 1. κατάστημα που προσφέρει, σερβίρει, συνήθ. αποκλειστικά, αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (μπίρα) μπιραρία, (πίτσα) πιτσαρία. 2. επιτείνει μειωτικά το χαρακτηρισμό ενός συνόλου αντικειμένων ή προσώπων που έχουν κοινά τα αρνητικά χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (κουρέλι) κουρελαρία, (κιτς) κιτσαρία, (αλήτης) αληταρία, (κυράτσα) κυρατσαρία, (ο, η μπασκλάς) μπασκλασαρία, (ο, η σνομπ) σνομπαρία, (τσογλάνι) τσογλαναρία, (μπασκίνας) μπασκιναρία. 3. δηλώνει σύνολο προσώπων με κοινά τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (πιτσιρίκος) πιτσιρικαρία· (φοιτητής) φοιτηταρία· (πρβ. -αριό2). 4. ενέργεια ή συμπεριφορά ανάλογη με την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (κοκέτης) κοκεταρία, (λέτσος) λετσαρία, (τζάμπα) τζαμπαρία· (γαϊδούρι - καβάλα) γαϊδουροκαβαλαρία.

[βεν. -aria (μέσω της επτανησιακής διαλέκτου): καβαλ-αρία < βεν. cavalaria (συσχετίστηκε με το μσν. καβαλ-άρης < υστλατ. caballarius), μπιρ-αρία (μπίρ-α) < βεν. biraria (bira), το βεν. -aria < υστλατ. -ar(ius) ( [-árius], δες στο -άρης) με την προσθήκη του ελνστ. επιθήματος -ία (< αρχ. -ία)]

-αριά 1 [arjá] : επίθημα περιληπτικών θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από απόλυτα αριθμητικά (δέκα, δώδεκα, δεκαπέντε και όσα ως το εννιακόσια προσφέρονται για χονδρικούς υπολογισμούς)· πάντα με την αόριστη αντωνυμία καμιά δηλώνει κατά προσέγγιση υπολογισμό των στοιχείων ενός συνόλου· (πρβ. -άδα 2): (δέκα) δεκαριά, (είκοσι) εικοσαριά, (εκατοστή) (ε)κατοσταριά.

[< υποκορ. -άρ(ι) 1 με προσθήκη του θηλ. επιθήματος -ιά]

-αριά 2 : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει: 1. όργανο ή κατασκευή που έχει σχέση με αυτό που αναφέρει η πρωτότυπη λέξη: (κλειδί) κλειδαριά, (ζυγός) ζυγαριά. 2. σύνολο που έχει σχέση με αυτό που αναφέρει η πρωτότυπη λέξη: (συκώτι) συκωταριά· (κλήμα) κληματαριά.

[προσθήκη του θηλ. επιθήματος -ιά 2 (δες λ.) σε λ. με θ. σε -αρ-: μσν. ζυγαρ-έα (δες στο ζυγαριά) και νέα ανάλ. ζυγ(ός) > ζυγ-αριά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες