Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-αμάρα"
1 εγγραφή
-αμάρα [amára] & -μάρα [mára] & -ομάρα [omára] & -ωμάρα [omára] : (συχνά προφ., οικ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών· δηλώνει συμπεριφορά, κατάσταση, ιδιότητα κτλ. σχετική με αυτό που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -άρα 2)· παραγωγή: 1. από επίθετα: (κουτός) κουταμάρα, (σαχλός) σαχλαμάρα, (χαζός) χαζαμάρα και χαζομάρα. 2. από επίθετα ή ρήματα (και ρηματικά παράγωγα) παράγωγα από επίθετα: (βουβός - βουβαίνω) βουβαμάρα, (κουτσός - κουτσαίνω) κουτσαμάρα, (κουφός - κουφαίνω) κουφαμάρα, (μουγγός - μουγγαίνω) μουγγαμάρα, (τρελός - τρελαίνω) τρελαμάρα· (στραβός - στραβώνω) στραβωμάρα. 3. από ρήματα: (φαγώνομαι) φαγωμάρα, (λιγώνομαι) λιγωμάρα· (βαριεστώ) βαριεστημάρα, (σκοτίζω) σκοτισμάρα.

[< μεταρ. ουσ. σε -μός, -μα με προσθήκη του μεγεθ. -άρα: βαρεμ(ός) > βαρεμ-άρα και με βάση ουσ. με θ. σε -α-, -ω-: βουβ-α-μός > βουβ-αμάρα, φάγ-ω-μα > φαγ-ωμάρα, επέκτ. σε ουσ. και επίθ. με διαφ. θ.: κουτ-ός > κουτ-αμάρα, χαζ-ός > χαζ-ομάρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες