Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -αλέος -αλέα -αλέο [aléos] : επίθημα με λόγια προέλευση επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη σε μεγάλο βαθμό της ιδιότητας που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (άβυσσος) αβυσσαλέος, (δίψα) διψαλέος, (κραυγή) κραυγαλέος, (νύστα) νυσταλέος, (πείνα) πειναλέος, (ύπνος) υπναλέος.
[λόγ. < αρχ. επίθημα παραγωγικό επιθέτων -αλέος `που έχει, που χαρακτηρίζεται από κτ.΄: αρχ. γηρ-α λέος, θαρρ-αλέος, ψωρ-αλέος, ελνστ. φρικ-αλέος (δες λ.)]



