Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-αινα"
1 εγγραφή
-αινα [ena] : επίθημα για το σχηματισμό: 1. (λαϊκότρ.) του θηλυκού από αρσενικά ουσιαστικά που σημαίνουν επάγγελμα· (βλ. -άς 1)· δηλώνει τη γυναίκα κάποιου που χαρακτηρίζεται από το επάγγελμα που ασκεί αυτός ή τη γυναίκα που ασκεί η ίδια αυτό το επάγγελμα· (πρβ. -ού 1, -ίνα, -ισσα): (ψωμάς) ψωμάδαινα. 2. του θηλυκού ενός ζώου· (πρβ. -ίνα): (δράκος) δράκαινα, (λέων) λέαινα.

[αρχ. επίθημα θηλ. ουσ. -αινα με βάση αρσ. σε -ων: αρχ. λέ-αινα (< λέ-ων), θεράπ-αινα `υπηρέτρια΄ (< θεράπ-ων), Λάκ-αινα (< Λάκ-ων) με επέκτ. και σε άλλα ον.: αρχ. θέ-αινα (< θε-ός), λύκ-αινα (< λύκ-ος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες