Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -αγωγός 1 [aγoγós] : το ουσ. αγωγός ως β' συνθετικό σε σύνθετα προσδιοριστικά ουσιαστικά· δηλώνει αγωγό κατάλληλο για τη μεταφορά ή διοχέτευση αυτού που υπονοεί το α' συνθετικό: αερ~, αερι~, γαλακτ~, καπν~, πετρελαι~, υδατ~. || φωτ~.
[λόγ. < αρχ. -αγωγός (< ἄγω) ως β' συνθ.: αρχ. ὁπλιτ-αγωγός, ελνστ. ὑδρ-αγωγός `υδραγωγείο΄]
- -αγωγός 2 θηλ. -αγωγός [aγoγós] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει αυτόν που είναι επιφορτισμένος με την εκπαίδευση των ατόμων που υπονοεί το α' συνθετικό: νηπι~, παιδ~.
[λόγ. < αρχ. -αγωγός (< ἄγω) ως β' συνθ.: αρχ. παιδ-αγωγός (δες λ.)]