Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ίτικος"
1 εγγραφή
-ίτικος -ίτικη -ίτικο [ítikos] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από: 1. κύρια ουσιαστικά που δηλώνουν τόπο· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο προέρχεται από τον τόπο που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (Kοζάνη) κοζανίτικος, (Kυκλάδες) κυκλαδίτικος, (Πόλη) πολίτικος. 2. προσηγορικά ουσιαστικά: (ριζά) ριζίτικος, (εφτά μήνες) εφταμηνίτικος, (οχτώ μήνες) οχταμηνίτικος.

[σύνθετο επίθημα -ίτ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες