Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ίσκος [ískos] : υποκοριστικό επίθημα με λόγια προέλευση για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: (δρόμος) δρομίσκος, (ναός) ναΐσκος, (οίκος) οικίσκος, (όρμος) ορμίσκος. || με περιορισμό ή απώλεια της υποκοριστικής σημασίας: (αστέρας) αστερίσκος, (θάλαμος) θαλαμίσκος, (πύργος) πυργίσκος. || με μειωτική ή ειρωνική σημασία όταν η πρωτότυπη λέξη δηλώνει επάγγελμα ή ιδιότητα· (πρβ. -άκος): (δικηγόρος) δικηγορίσκος, (υπάλληλος) υπαλληλίσκος.
[λόγ. < αρχ. μετουσ. επίθημα αρσ. ουσ., που δήλωνε ομοιότητα, υποκορ., ή είχε μειωτ. σημ.: αρχ. ὀβελ-ίσκος, (< ὀβελ-ός) `μικρός οβελός, μικρή σούβλα, χτίσμα που μοιάζει με οβελό΄, νεαν-ίσκος (< νεαν-ίας) `νεαρός΄, αρχ. ἀνθρωπ-ίσκος (< ἄνθρωπ-ος) `ανθρωπάκος, ανθρωπάκι, τιποτένιος΄]