Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ίσιος"
1 εγγραφή
-ίσιος -ίσια -ίσιο [ísxos] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: α. προέρχεται από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή ανήκει σε αυτό: (αετός) αετίσιος, (γαϊδούρι) γαϊδουρίσιος, (αγελάδα) αγελαδίσιος, (κατσίκα) κατσικίσιος, (τράγος) τραγίσιος, (χελώνα) χελωνίσιος· (πρβ. -ινος, -ινός 3(βουνό) βουνίσιος, (κάμπος) καμπίσιος, (πέλαγος) πελαγίσιος. β. (μτφ.) ταιριάζει σ΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη (πρβ. -ίστικος): (παλικάρι) παλικαρίσιος.

[ελνστ. μετουσ. επίθημα κτητ. επιθ. -ήσιος < υστλατ. -esis (< λατ. -ēnsis) (το μακρό [ē] τράπηκε στα ελλην. σε [i] δες H): circensis `που ανήκει στους αγώνες του ιππόδρομου΄ > κιρκ-ήσιος, miliarense > μιλιαρ-ίσιον: ελνστ. τελματ-ήσιος `που ανήκει σε τέλμα΄, μσνλατ. marcensis > μσν. μαρκήσιος ίσως και με επίδρ. αρχ. μετουσ. επιθέτων σε -ήσ-ιος, -ίσ-ιος (ύστερα από τη σύμπτ. της προφ. κατά την ελνστ. εποχή του <η> με το <ι>), που δήλωναν γενικά πως κτ. ανήκει σε κπ. ή σε έναν τόπο: αρχ. Πελοπονν-ήσ-ιος, Ἀφροδ-ίσ-ιος (`της Aφροδίτης΄, καθώς και γιορτή προς τιμήν της), ἐτ-ήσ-ιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες