Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ίρω [íro] -ομαι : επίθημα για την απόδοση στη νέα ελληνική ξένων ρημάτων: γαρνίρω, σερβίρω.
[ιταλ. -ir(e) -ω κατάλ. απαρεμφάτου: σερβ-ίρω < ιταλ. servire]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ιταλ. -ir(e) -ω κατάλ. απαρεμφάτου: σερβ-ίρω < ιταλ. servire]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |