Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ίρω"
1 εγγραφή
-ίρω [íro] -ομαι : επίθημα για την απόδοση στη νέα ελληνική ξένων ρημάτων: γαρνίρω, σερβίρω.

[ιταλ. -ir(e) κατάλ. απαρεμφάτου: σερβ-ίρω < ιταλ. servire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες