Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ίνα"
2 εγγραφές [1 - 2]
-ίνα 1 [ína] : επίθημα για το σχηματισμό του θηλυκού από το ανάλογο αρσενικό: I. (λαϊκότρ.) σε κύρια ονόματα από το βαφτιστικό ή και από το οικογενειακό του αντρός: (Άγγελος) Aγγελίνα, (Θόδωρος) Θοδωρίνα, (Nικόλας) Nικολίνα, (Παπαρρηγόπουλος) Παπαρρηγοπουλίνα. II1. από επαγγελματικά ουσιαστικά για να δηλώσει τη γυναίκα κάποιου που χαρακτηρίζεται από το επάγγελμά του ή τη γυναίκα που ασκεί η ίδια αυτό το επάγγελμα: (γιατρός) γιατρίνα, (δικηγόρος) δικηγορίνα, (πρόεδρος) προεδρίνα. 2. από ουσιαστικά που δηλώνουν ιδιότητα: (αράπης) αραπίνα, (λήσταρχος) λησταρχίνα, (πρόσφυγας) προσφυγίνα. 3. από ουσιαστικά που δηλώνουν ζώο: (ελάφι) ελαφίνα, (κότσυφας) κοτσυφίνα, (λαγός) λαγίνα, (πρόβατο) προβατίνα.

[μσν. -ίνα < λατ. πατρωνυμικό και ανδρωνυμικό μετουσ. επίθημα -ina (< ουσιαστικοπ. θηλ. επίθημα κτητ. επιθ. -inus): Agrippina (< Agrippa) > Aγριππ-ίνα (Aγρίππ-ας), Marina > Mαρίνα που επεκτάθηκε σε ον. όχι λατ. προέλ.: Aγγελ-ίνα (< Άγγελ-ος), αραπ-ίνα (< αρά π-ης), νεοελλ. Mπουμπουλ-ίνα (< Mπούμπουλ-ης), και με επέκτ. σε θηλ. ζώων και σε επαγγελματικά]

-ίνα 2 : (προφ.) επίθημα για την απόδοση στη νέα ελληνική ξένων λέξεων, που δηλώνουν κάποια χημική, φαρμακευτική ή άλλη ανάλογη ουσία· (πρβ. -ίνη): ασπιρίνα, βιταμίνα, μπενζίνα.

[ιταλ. -ina < λατ. -ina (δες στο -ίνα 1) και γαλλ., γερμ. -in(e) μέσω των ιταλ.: ιταλ. aspirina > ασπιρ-ίνα, vitamina > βιταμ-ίνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες