Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ίζω"
1 εγγραφή
-ίζω [ízo] : επίθημα για το σχηματισμό ρημάτων παράγωγων: 1α. από επίθετα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος είναι ή γίνεται αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (κίτρινος) κιτρινίζω, (πράσινος) πρασινίζω, (αδύνατος) αδυνατίζω. β. από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος κάνει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή τη χαρακτηριστική ενέργεια που συνεπάγεται αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (αρχή) αρχίζω, (βούρτσα) βουρτσίζω, (καβγάς) καβγαδίζω, (πριόνι) πριονίζω, (ραβδί) ραβδίζω, (σφουγγάρι) σφουγγαρίζω, (φυλακή) φυλακίζω. || από άκλιτες λέξεις ή από λέξεις που συνήθως λέγονται μαζί: (παράμερα) παραμερίζω, (πάτσι) πατσίζω, (χωρίς) χωρίζω· (καληνύχτα) καληνυχτίζω, (καλώς όρισες) καλωσορίζω. || εξανθρωπίζω, εξευρωπαΐζω. 2. από ονόματα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος μιμείται (ή έχει τάση προς) αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (αττικός) αττικίζω, (άθεος) αθεΐζω, (κλασικός) κλασικίζω, (μαϊμού) μαϊμουδίζω, (πίθηκος) πιθηκίζω. 3. από ρήματα· δίνει υποκοριστική σημασία σ΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (φέγγω) φεγγίζω. 4. από ονοματοποιία: τσιτσιρίζω, γουργουρίζω, πλατσαρίζω, χουχουλίζω· γαβγίζω, νιαουρίζω, τιτιβίζω.

[αρχ. μετον. (ιδ. μετουσ.), σπανιότ. μεταρ. ή μετεπιρρ. ρηματ. επίθημα -ίζω, μαζί με το -άζω, το πιο κοινό του είδους του: αρχ. καπν-ίζω `μαυρίζω κτ. με καπνό΄ (< καπν-ός), ἀγων-ίζομαι (< ἀγών `αγώνας΄), τραυλ-ίζω (< τραυλ-ός), πιππ-ίζω `τιτιβίζω΄ (ηχομιμ.), λακων-ίζω `ακολουθώ την πολιτική ή μιμούμαι τους τρόπους τον Λακώνων΄ (< Λάκων), χρυσ-ίζει `μοιάζει με χρυσάφι΄ (< χρυσ-ός), βαπτ-ίζω `βυθίζω βαθιά΄ (< ρ. βάπτ-ω `βυθίζω σε υγρό΄), χωρ-ίζω (επίρρ. χωρ-ίς `χωριστά΄), σπάν. από φρ. ἀποκεφαλ-ίζω (< ἀπό κεφαλή) (στα νεοελλ. η αρχική παραγωγή από θηλ. με θ. σε -ιδ- [id] > -ίζω [ídzō] παρουσιάζεται μόνο σαν σχέση συγγενικών λ.: ελπίδα < αρχ. ἐλπίς - ελπίζω) & λόγ. < αρχ. -ίζω: αρχ. τελων-ίζω (< τελών-ης) & < αρχ. ρ. σε -ῶ > μσν. μεταπλ. με βάση τον αόρ. -ησα / -ισα: αρχ. ζωγραφῶ > αόρ. ἐζωγράφ-ησα - εζωγράφ-ισα > νέος ενεστ. μσν. ζωγραφ-ίζω & αρχ. ρ. σε -μι καθώς και μέσα ρ. > μεταπλ. με βάση το γ' πληθ. του αορ.: αρχ. ῥήγνυ-μι > αόρ. γ' πληθ. ἐρράγ-ησαν - εράγ-ισαν > νέος ενεστ. ραγ-ίζω, αρχ. σήπομαι > αόρ. γ' πληθ. ἐσάπ-ησαν - εσάπ-ισαν < νέος ενεστ. σαπ-ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες