Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ίδιο"
1 εγγραφή
-ίδιο [íδio] : υποκοριστικό επίθημα με λόγια προέλευση για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: (όγκος) ογκίδιο, (σταγόνα) σταγονίδιο, (σώμα) σωματίδιο, (φιάλη) φιαλίδιο· με περιορισμό ή απώλεια της υποκοριστικής σημασίας: (βάρος) βαρίδιο, (γόνος) γονίδιο.

[λόγ. < αρχ. μετουσ. υποκορ. επίθημα -ίδιον (δες στο -ίδι): αρχ. ξιφ-ίδιον (< ξίφος), ελνστ. λεξ-ίδιον (< αρχ. λέξ-ις) & νλατ. -idium < αρχ. -ίδιον & γαλλ. -ide < λατ. μεταρ. επίθημα επιθ. -idus -ida -idum (όπου έχουμε σφαλερή ταύτιση (αντί π.χ. -ίδη) προς το αρχ. -ίδιον), για χημ. και βιολ. όρους: νλατ. gonidium > γον-ίδιον, γαλλ. oxide (oxyde) > οξ-ίδιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες