Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ίαση [íasi] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά, κυρίως για την απόδοση στα νέα ελληνικά ξένων ιατρικών όρων· δηλώνει παθολογική κατάσταση, ασθένεια: ελεφαντ~, εχινοκοκκ~, μυκητ~, πιτυρ~, φθειρ~, ψωρ~.
[λόγ. < ελνστ. -ία(σις) -ση < (μετον. ρ. -ιά(ω) δηλωτικά παθολογικής κατάστασης) ως β' συνθ.: αρχ. ψώρ-α > ψωρ-ιάω > ελνστ. ψωρ-ίασις & νλατ. -iasis < ελνστ. -ίασις: διστομ-ίασις < νλατ. distomiasis & στη θέση του γαλλ. -ose (δες -ωση 1): δερματ-ίαση < γαλλ. dermatose]