Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ήθρα [íθra] : ατονημένο επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών· αρχικά σε παραγωγή από ρήματα και ύστερα και από ουσιαστικά δηλώνει το όργανο ή το μέσο της ενέργειας ή και τον τόπο στον οποίο ασκείται αυτή η ενέργεια: (ουρώ) ουρήθρα· (κατουρώ) κατουρήθρα, (τσουλώ) τσουλήθρα· (δάχτυλο) δαχτυλήθρα, (κερί) κερήθρα.
[αρχ. μεταρ. και σπανιότ. μετουσ. επίθημα θηλ. ουσ. -θρα δηλωτικό οργάνου ή χώρου όπου συμβαίνει κτ., επεκτεταμένο με το -η- του συνοπτ. θέματος των συνηρ. ρ.: αρχ. ἀποβά-θρα (< ρ. ἀποβαίνω `βγαίνω απ΄ το καράβι΄), αρχ. κολυμβ-ή-θρα `μέρος για καταδύσεις, κολυμπήθρα΄ < κολυμβη- (κολυμβῶ) `κάνω καταδύσεις΄, αρχ. δακτυλ-ήθρα `γάντι για τα δάχτυλα΄]