Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -έσα [ésa] : επίθημα για το σχηματισμό του θηλυκού ουσιαστικών που δηλώνουν: 1. τίτλο ευγένειας: (κόντες) κοντέσα. || συνήθ. δίνει τον προφορικό ή λαϊκότροπο τύπο θηλυκού σε -ισσα / -η: (πρίγκιπας) πριγκιπέσα και πριγκίπισσα, (δούκας) δουκέσα και δούκισσα· (βαρόνος) βαρονέσα και βαρόνη. 2. (λαϊκότρ.) επάγγελμα: (γιατρός) γιατρέσα.
[μσν. αντδ. -έσα < ιταλ. -essa < υστλατ. -issa < αρχ. -ισσα (δες λ.): μσν. κοντ-έσα < ιταλ. contessa]