Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-έλαιο"
1 εγγραφή
-έλαιο [éleo] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· δηλώνει: 1. το λάδι που παράγεται από τον καρπό που εκφράζει το α' συνθετικό: αραβοσιτ~, σογι~, σπορ~. 2. γενικά τις ελαιώδεις ουσίες που παίρνουμε για φαρμακευτικούς ή άλλους σκοπούς από το φυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ανθ~, ανισ~. 3α. ουσίες που αποτελούν υγρά καύσιμα: πετρ~. β. προϊόντα απόσταξης του πετρελαίου: ορυκτ~, μηχαν~.

[λόγ. < ελνστ. -έλαιον < αρχ. ουσ. ἔλαιον ως β' συνθ.: ελνστ. ἀμυγδαλ-έλαιον & μτφρδ.: πετρ-έλαιο < γαλλ. pétrole < μσνλατ. petroleum]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες