Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -έας [éas] : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· (πρβ. -ιάς 1)· δηλώνει: 1. πρόσωπο που ενεργεί και ειδικότερα πρόσωπο με ιδιότητα ή επάγγελμα που έχει σχέση με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (αποστέλλω) αποστολέας, (βάφω) βαφέας, (κουρεύω) κουρέας, (μεταφέρω) μεταφορέας, (συγγράφω) συγγραφέας. || σε ουσιαστικά παράγωγα από άλλο μέρος του λόγου: (σκαπάνη) σκαπανέας. 2. μέσο, αντικείμενο, όργανο κτλ. κατάλληλο για την εργασία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (διαστέλλω) διαστολέας, (εκσκάπτω) εκσκαφέας.
[λόγ. < αρχ. μετουσ. (και σπάν. μεταρ.) επίθημα αρσ. ουσ. -εύς, αιτ. -έα δηλωτικό επαγγελμ. και δραστικών ουσ.: αρχ. ἱππ-εύς, κουρ-εύς και εργαλείων: ελνστ. ἐγκοπ-εύς `σκαρπέλο΄ (δες και -ιάς)]