Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -άτορας [átoras] : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα ή ουσιαστικά· δηλώνει: 1. πρόσωπο με ιδιότητα ή συμπεριφορά ανάλογη με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (νοίκι) νοικάτορας, (συμβουλεύω) συμβουλάτορας. 2. τον ιδιοκτήτη αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (μαγαζί) μαγαζάτορας.
[μσν. -άτορας < αρχ. αρσ. ουσ. σε -άτωρ, αιτ. -άτορα: αρχ. κοσμοκράτωρ, αιτ. κοσμοκράτ-ορα & λατ. -ator: ελνστ. μανδ-ᾶτον (δες μαντάτο) - μσν. μαντ-άτωρ < λατ. mandatum - mandator `που αναθέτει εντολή΄]