Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-άρης"
2 εγγραφές [1 - 2]
-άρης [áris] θηλ. -άρισσα [árisa] : (προφ.) επίθημα: 1. επαγγελματικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· (πρβ. -ιάρης, -ιάρισσα): (αγελάδα) αγελαδάρης - αγελαδάρισσα, (περιβόλι) περιβολάρης - περιβολάρισσα. || δίνει τον προφορικό ή λαϊκότροπο τύπο: (λύρα) λυράρης. 2. ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα ή ρήματα· δηλώνει το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (νοίκι) νοικάρης - νοικάρισσα.

[μσν. επίθημα -άρης < ελνστ. -άριος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < λατ. επαγγελμ. επίθημα -ari(us) -ος: ελνστ. βρακ-άριος `ράφτης παντελονιών΄ (βράκ-αι) < λατ. bracarius (braccae), μσν. *ταβερν-άρης (ταβέρν-α) < λατ. tabernarius (taberna), μσν. καβαλ-άρης < υστλατ. caballarius και επέκτ. σε λέξεις ελλην. προέλευσης: μσν. αρχ-ά ριος, αποθηκ-άριος, πεισματ-άρης· -άρ(ης) -ισσα]

-άρης -άρα -άρικο [áris] ουδ. & -άρι [ári] (βλ. σημ. 2β) : επίθημα ανισοσύλλαβων ουσιαστικών ή επιθέτων (όπως συχνά αυτά τα ουσιαστικά χαρακτηρίζονται, εξαιτίας της σχέσης τους με τα επίθετα στη σημασία και στη λειτουργία): 1. παράγωγων από ονόματα ή ρηματικά παράγωγα· δηλώνει το πρόσωπο (άντρα, γυναίκα, παιδί ή γενικά έμψυχο ουδέτερου γένους) που χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· μέσα στην πρόταση λειτουργούν συνήθ. ως κατηγορούμενα και λιγότερο ως επιθετικοί προσδιορισμοί· (βλ. -ιάρης -ιάρα -ιάρικο): (δουλευτής) δουλευτάρης - δουλευτάρα - δουλευτάρικο, (πείσμα) πεισματάρης - πεισματάρα - πεισματάρικο. 2. παράγωγων από απόλυτα αριθμητικά· λειτουργούν: α. κυρίως ως ουσιαστικά και δηλώνουν το πρόσωπο του οποίου την ηλικία εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό της πρωτότυπης λέξης (κυρίως από το δεκαπέντε και πάνω): (δεκαοχτώ) δεκαοχτάρης - δεκαοχτάρα - δεκαοχτάρικο, (τριάντα) τριαντάρης - τριαντάρα, (πενήντα) πεντηντάρης - πενηντάρα. || (αθλ.) για το δρομέα αποστάσεων που αντιστοιχούν στο αριθμητικό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (εκατό) κατοστάρης, (τετρακόσια) τετρακοσάρης. β. ως επίθετα και χαρακτηρίζουν συνήθ. μηχανές ή αντικείμενα με ισχύ ανάλογη προς το αριθμητικό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη· συχνά, όταν εύκολα εννοείται, παραλείπεται το ουσιαστικό που προσδιορίζουν: (διακόσια) διακοσάρα λάμπα, (εννιακόσια) εννιακοσάρι αυτοκίνητο, (τετρακόσια) τετρακοσάρα μηχανή.

[μσν. επίθημα επιθ. -άρης < επίθημα ουσ. -άρης (δες -άρης θηλ. -άρισσα): μσν. ψωρ-άρης (δες και -ιάρης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες