Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-άρας"
2 εγγραφές [1 - 2]
-άρας [áras] : μεγεθυντικό επίθημα αρσενικών κύριων ονομάτων παράγωγων από κύρια ονόματα: (Γιώργος) Γιωργάρας, (Mήτσος) Mητσάρας. || σε οικογενειακά ονόματα.

[< θηλ. -άρ(α) με προσθήκη της κατάλ. αρσ. -ας]

-αράς [arás] θηλ. -αρού [arú] ουδ. -αράδικο [aráδiko] & (λαϊκότρ.) -αρούδικο [arúδiko] : επίθημα ουσιαστικών με επιτατική σημασία παράγωγων από ουσιαστικά, ρήματα ή ρηματικά παράγωγα· δηλώνει το πρόσωπο που το χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό η ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· στην πρόταση λειτουργούν κυρίως ως κατηγορούμενα: (ύπνος) υπναράς - υπναρού - υπναράδικο, (χορευτής) χορευταράς - χορευταρού - χορευταράδικο.

[< υποκορ. -άρ(ι) με προσθήκη του μεγεθ. -άς· -αρ(άς) -ού, -άδικο, -ούδικο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες