Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-άρα"
7 εγγραφές [1 - 7]
-άρα 1 [ára] : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: 1. με μεγεθυντική σημασία: (βιβλίο) βιβλιάρα, (τρύπα) τρυπάρα, (φέτα) φετάρα, (χείλι) χειλάρα, (Λένα) Λενάρα· (μύτη) μυτάρα και μύταρος· (βλ. -αρος). 2. (οικ.) με επιτατική σημασία - χωρίς αναγκαστικά να υπονοείται και η μεγεθυντική σημασία- για να δηλώσει την ύπαρξη σε πολύ μεγάλο βαθμό των στοιχείων ή της ιδιότητας που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -αρος2): (γυναίκα) γυναικάρα, (γκόμενα) γκομενάρα, (έργο) εργάρα, (ηθοποιός) ηθοποιάρα, (ομάδα) ομαδάρα, (παίχτης) παιχτάρα.

[< υποκορ. -άρ(ι) με προσθήκη του μεγεθ. αναλ. προς ζευγάρια ουδ. υποκορ. - θηλ. μεγεθ.: γίδ-ι - γίδ-α, περδίκ-ι - πέρδικ-α]

-άρα 2 : (οικ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ρηματικά παράγωγα, συνήθ. ουδέτερα ουσιαστικά σε -μα· (πρβ. -αμάρα)· δηλώνει κατάσταση ή ιδιότητα που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη σε μεγάλο βαθμό των στοιχείων που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (βούβαμα) βουβαμάρα, (σίχαμα) σιχαμάρα.

[< -άρα 1]

-αράκι [aráki] : υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· (πρβ. -άκι): (βιβλίο) βιβλιαράκι, (μήλο) μηλαράκι, (ξύλο) ξυλαράκι, (φύλλο) φυλλαράκι.

[< υποκορ. -άρ(ι) με προσθήκη του υποκορ. -άκι]

-αράκος [arákos] : υποκοριστικό επίθημα αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· (πρβ. -άκος): (μύλος) μυλαράκος, (φίλος) φιλαράκος.

[< -άρ(ης) με προσθήκη του υποκορ. -άκος]

-άρας [áras] : μεγεθυντικό επίθημα αρσενικών κύριων ονομάτων παράγωγων από κύρια ονόματα: (Γιώργος) Γιωργάρας, (Mήτσος) Mητσάρας. || σε οικογενειακά ονόματα.

[< θηλ. -άρ(α) με προσθήκη της κατάλ. αρσ. -ας]

-αράς [arás] θηλ. -αρού [arú] ουδ. -αράδικο [aráδiko] & (λαϊκότρ.) -αρούδικο [arúδiko] : επίθημα ουσιαστικών με επιτατική σημασία παράγωγων από ουσιαστικά, ρήματα ή ρηματικά παράγωγα· δηλώνει το πρόσωπο που το χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό η ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· στην πρόταση λειτουργούν κυρίως ως κατηγορούμενα: (ύπνος) υπναράς - υπναρού - υπναράδικο, (χορευτής) χορευταράς - χορευταρού - χορευταράδικο.

[< υποκορ. -άρ(ι) με προσθήκη του μεγεθ. -άς· -αρ(άς) -ού, -άδικο, -ούδικο]

-άρης -άρα -άρικο [áris] ουδ. & -άρι [ári] (βλ. σημ. 2β) : επίθημα ανισοσύλλαβων ουσιαστικών ή επιθέτων (όπως συχνά αυτά τα ουσιαστικά χαρακτηρίζονται, εξαιτίας της σχέσης τους με τα επίθετα στη σημασία και στη λειτουργία): 1. παράγωγων από ονόματα ή ρηματικά παράγωγα· δηλώνει το πρόσωπο (άντρα, γυναίκα, παιδί ή γενικά έμψυχο ουδέτερου γένους) που χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· μέσα στην πρόταση λειτουργούν συνήθ. ως κατηγορούμενα και λιγότερο ως επιθετικοί προσδιορισμοί· (βλ. -ιάρης -ιάρα -ιάρικο): (δουλευτής) δουλευτάρης - δουλευτάρα - δουλευτάρικο, (πείσμα) πεισματάρης - πεισματάρα - πεισματάρικο. 2. παράγωγων από απόλυτα αριθμητικά· λειτουργούν: α. κυρίως ως ουσιαστικά και δηλώνουν το πρόσωπο του οποίου την ηλικία εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό της πρωτότυπης λέξης (κυρίως από το δεκαπέντε και πάνω): (δεκαοχτώ) δεκαοχτάρης - δεκαοχτάρα - δεκαοχτάρικο, (τριάντα) τριαντάρης - τριαντάρα, (πενήντα) πεντηντάρης - πενηντάρα. || (αθλ.) για το δρομέα αποστάσεων που αντιστοιχούν στο αριθμητικό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (εκατό) κατοστάρης, (τετρακόσια) τετρακοσάρης. β. ως επίθετα και χαρακτηρίζουν συνήθ. μηχανές ή αντικείμενα με ισχύ ανάλογη προς το αριθμητικό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη· συχνά, όταν εύκολα εννοείται, παραλείπεται το ουσιαστικό που προσδιορίζουν: (διακόσια) διακοσάρα λάμπα, (εννιακόσια) εννιακοσάρι αυτοκίνητο, (τετρακόσια) τετρακοσάρα μηχανή.

[μσν. επίθημα επιθ. -άρης < επίθημα ουσ. -άρης (δες -άρης θηλ. -άρισσα): μσν. ψωρ-άρης (δες και -ιάρης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες