Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -άδικος -άδικη -άδικο [áδikos] : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ικος): (ψαράς) ψαράδικος, (σφουγγαράς) σφουγγαράδικος, (ραγιάς) ραγιάδικος, (φουκαράς) φουκαράδικος.
[θ. σε -αδ- ανισοσύλλαβων αρσ. ουσ. σε -άς με προσθήκη του επιθήματος -ικος: ψαραδ- (ψαράς) > ψαράδ-ικος]