Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-άδικος"
1 εγγραφή
-άδικος -άδικη -άδικο [áδikos] : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ικος): (ψαράς) ψαράδικος, (σφουγγαράς) σφουγγαράδικος, (ραγιάς) ραγιάδικος, (φουκαράς) φουκαράδικος.

[θ. σε -αδ- ανισοσύλλαβων αρσ. ουσ. σε -άς με προσθήκη του επιθήματος -ικος: ψαραδ- (ψαράς) > ψαράδ-ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες