Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-άδα"
6 εγγραφές [1 - 6]
-άδα 1 [áδa] : επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από επίθετα· δηλώνει ιδιότητα σχετική με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (βραχνός) βραχνάδα, (γρήγορος) γρηγοράδα, (ζωηρός) ζωηράδα, (λυγερός) λυγεράδα, (νόστιμος) νοστιμάδα, (τρυφερός) τρυφεράδα, (αφηρημένος) αφηρημάδα.

[μσν. επίθημα -άδα: μσν. κρυ-άδα < αρχ. αιτ. -άδα των θηλ. ουσ. σε -άς: αρχ. ονομ. ἀγελάς - αιτ. ἀγελάδα, λιθάς `βροχή από πέτρες΄ - λιθάδα, ιδ. από περιλ. και αριθμτ. περιλ. (δες -άδα 2): δεκάς - δεκάδα και επίθετα: μαινάς - μαινάδα, δρομάς `που τρέχει΄ - δρομάδα]

-άδα 2 : επίθημα περιληπτικών θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από απόλυτα αριθμητικά (συνήθ. από το δύο ως το είκοσι και στα πολλαπλάσια του δέκα και του εκατό· γενικά όμως γλωσσικές και κοινωνικές ανάγκες καθορίζουν ποιο απόλυτο αριθμητικό μπορεί να αποτελέσει τη βάση της παραγωγής)· (πρβ. -αριά): (δέκα) δεκάδα, (δύο) δυάδα, (πέντε) πεντάδα, (έντεκα) εντεκάδα, (είκοσι) εικοσάδα, (σαράντα) σαραντάδα, (ογδόντα) ογδοντάδα. || (εκατό) εκατοντάδα, (χίλια) χιλιάδα, (ένας) μονάδα.

[λόγ. < μσν. -άδα: μσν. δεκ-άδα, *τρι-άδα < αρχ. αιτ. -άδα περιλ. αριθμτ.: αρχ. ονομ. δεκάς - αιτ. δεκάδα (δες και -άδα 1)]

-άδα 3 : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει το χυμό ή το φαγητό που γίνεται με βάση αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (βύσσινο) βυσσινάδα, (λεμόνι) λεμονάδα, (μανταρίνι) μανταρινάδα. || (μακαρόνια) μακαρονάδα, (φασόλια) φασολάδα.

[βεν. -ada: λεμον-άδα, αλι-άδα < βεν. limonada, (παλ. βεν.) *aliada]

-άδα 4 : επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· σχηματίζει σχετικά μικρό αριθμό παραγώγων και δηλώνει: 1. τη βόλτα που κάνει κανείς με το μέσο που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (άμαξα - αμαξάκι) αμαξάδα, (αυτοκίνητο) αυτοκινητάδα, (βάρκα) βαρκάδα, (ποδήλατο) ποδηλατάδα. 2. την ευχάριστη ώρα που τη χαρακτηρίζει το στοιχείο που υποδηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (ρομάντζο) ρομαντζάδα, (φεγγάρι) φεγγαράδα.

[< -άδα 1]

-άδα 5 : επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών από ουσιαστικά ίδιου ή διαφορετικού γένους, για να καλυφθούν ανάγκες επέκτασης, μεταφοράς, διαφορετικού επιπέδου λόγου, διαφορετικές σημασίες κτλ.: (ζάλη) ζαλάδα, (κορφή) κορφάδα, (σχισμή) σχισμάδα, (πουλί) πουλάδα.

[< -άδα 1]

-αδάκι [aδáki] : υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα· (πρβ. -άκι): (πέτρα) πετραδάκι· (φτωχός) φτωχαδάκι.

[σύνθετο επίθημα < ουσ. (αρχικά υποκορ.) -άδ(ι) με προσθήκη του υποκορ. -άκι: πε τρ-άδ(ι) > πετραδ-άκι & < ουσ. με θ. σε -αδ- με προσθήκη του υποκορ. -άκι: ντολμ-αδ- (ντολμάς) > ντολμαδ-άκι και επέκτ. σε άλλα ουσ.: φτωχ-αδάκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες