Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χιονο- [
ono] ή [ iono] (στη σημ. 2) & χιονό- [ onó] ή [ ionó] (στη σημ. 2), όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & χιον- [ on], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1α. αποτελείται από χιό νι: ~στιβάδα. β. είναι φτιαγμένο από χιόνι: χιονάνθρωπος. γ. είναι κατάλ ληλο για το χιόνι: ~πέδιλο. δ. έχει το χρώμα του χιονιού, είναι πάρα πολύ άσπρο: χιονόλευκος· χιονόμαλλος. 2. αναφέρεται στο χιόνι: χιονόμαζα, ~δρομία, ~δρομικός. || (επιστ.) ~μετρία· χιονόμετρο, ~κύλινδρος. 3. (με β' συνθετικό συνήθ. λέξη που εκφράζει καιρικό φαινόμενο) συνοδεύεται από πτώση χιονιού: ~θύελλα, ~καταιγίδα. || χιονόβροχο, χιονόνερο. [θ. του ουσ. χιόν(ι) -ο- & λόγ. < αρχ. χιον(ο)- θ. του ουσ. χιών, ἡ ως α' συνθ.: αρχ. χιονό-βλητος `που τον χτυπάει το χιόνι΄ & μτφρδ.: χιο νο-θύελλα < αγγλ. snowstorm ή γερμ. Schneesturm]