Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "υαλο-"
1 εγγραφή
υαλο- [ialo] & υαλό- [ialó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & υαλ- [ial], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. ύαλος ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά: 1. στο γυαλί: ~βάμβακας, ~γραφία, υαλουργία, υαλουργός, ~πωλείο. 2. στο τζάμι: υαλόφρακτος. || ~καθαριστήρας.

[λόγ. < ελνστ. ὑαλ(ο)- θ. του αρχ. ουσ. ὕαλο(ς) ἡ ως α' συνθ.: ελνστ. ὑαλο-ειδής, ὑαλ-ουργός & γαλλ. hyalo- < ελνστ. ὑαλο-: υαλο-γραφία < γαλλ. hyalographie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες