Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "τρι-"
2 εγγραφές [1 - 2]
τρι- 1 [tri] & τρί- [trí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα και ουσιαστικά· (πρβ. τρισ-2). 1. προσδίδει την έννοια του αριθμού τρία στο β' συνθετικό: τρίγωνος, ~διάστατος, τρίεδρος, τρίκλινος, ~κόρυφος, ~πέταλος, τρίπτωτος, ~σέλιδος, ~σύλλαβος, ~τάξιος, τρίτομος, που έχει τρεις γωνίες, έδρες, κτλ. || (επιστ.): ~ατομικός, ~οξείδιο. 2. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό ισχύει τρεις φορές: τρίδιπλος, ~μάμμη.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. τρι- θ. του αριθμτ. τρεῖς, τρία ως α' συνθ.: αρχ. τρί-γωνον, τρί-γαμος `τρεις φορές παντρεμένη΄ & λόγ. < διεθ. tri- < αρχ. τρι-: τρί-κυκλο < γαλλ. tricycle, τρι-ατομικός < γαλλ. triatomique]

τρισ- [tris] & τρι- 2 [tri], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [s] : α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα και ουσιαστικά. 1. επιτείνει τη σημασία του β' συνθετικού: ~άθλιος, ~εύγενος, ~ευτυχισμένος, ~κατάρατος, ~μακάριστος· τρισκόταδο· τριγύρω. 2. (πρβ. τρι- 1): α. προσδίδει την έννοια του αριθμού τρία στο β' συνθετικό: ~διάστατος, ~υπόστατος, που έχει τρεις διαστάσεις, υποστάσεις. β. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό ισχύει τρεις φορές: ~έγγονο.

[1, 2β: αρχ. τρισ- < επίρρ. τρίς `τρεις φορές΄ ως α' συνθ.: αρχ. τρισ-άθλιος· 2α: λόγ. < ελνστ. τρισ-υπόστατος, τρισ-διάστατος· μσν. τρι- < τρισ- με αποβ. του τελικού [s] κατά το τρι- 1: μσν. τρι-γύρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες