Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "τετ α τετ"
1 εγγραφή
τετ α τετ [tétatét] : I. (ως επίρρ.) για δύο πρόσωπα που κάθονται ή στέκο νται ο ένας απέναντι στον άλλο και συζητούν, συνήθ. αποτραβηγμένοι από τους άλλους: Είδα το Γιάννη ~ με την Άννα. Ο Γιάννης με τον Kώστα τα έλεγαν ~. || (ως ουσ.) το ~: Ο φακός τούς συνέλαβε σε ένα τρυφερό / ερωτικό ~. II. (οικ.) σερβίτσιο για δύο άτομα, συνήθ. για ζευγάρι: Ένα ~ για καφέ.

[λόγ. < γαλλ. tête-à-tête]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες