Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "σεμέν ντε φερ"
1 εγγραφή
σεμέν ντε φερ το [semén de fér] Ο (άκλ.) : τυχερό παιχνίδι που παίζεται με τράπουλα.

[λόγ. < γαλλ. chemin de fer, αρχική σημ.: `σιδηρόδρομος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες