Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "πικ νικ"
1 εγγραφή
πικ νικ το [pikník] Ο (άκλ.) : γεύμα στην ύπαιθρο (στην εξοχή, στο πράσινο, στο δάσος κτλ.) κατά τη διάρκεια εκδρομής: Kάνω / πάω για ~.

[λόγ. < γαλλ. pique-nique]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες