Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "πεντα-"
1 εγγραφή
πεντα- [penda] & πεντ- [pend] ή πενθ- [penθ], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα & πεντά- [pendá] ή πέντ- [pénd], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & (σπάν.) πεντο- [pendo] ή πεντό- [pendó] : α' συνθετικό σε σύνθετα κυρίως επίθετα και τα παράγωγά τους. 1. δηλώνει ότι: α. το προσδιοριζόμενο έχει πέντε από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: πεντάγωνος, πεντάεδρος, πεντάκτινος, ~μελής, πεντάμετρος, πεντάτομος, ~σύλλαβος, πεντάχρωμος. || πένταθλο, πεντάγραμμο, πεντάγωνο, πεντόλιρο, πεντόφραγκο, πεντοζάλης. β. γίνεται, είναι ή επαναλαμβάνεται πέντε φορές αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: πεντάδιπλος, ~πλάσιος ~πλασιάζω. γ. διαρκεί (επί) πέντε χρονικές μονάδες τις οποίες εκφράζει το β' συνθετικό: πενθήμερος, ~ετής, πεντάλεπτος, πεντάμηνος, πεντάωρος· πεντάλεπτο, πεντάωρο. 2. επιτείνει την ιδιότητα που εκφράζει το επίθετο του β' συνθετικού σχηματίζοντας σύνθετο υπερθετικό του: πεντάκριβος, ~κάθαρος.

[1: λόγ. < αρχ. πεντ(α)- < αριθμτ. πέντ(ε) -α- (κατά το ἑπτα-) ως α' συνθ.: αρχ. πεντα-πλάσιος & διεθ. penta- < αρχ. πεντα-: πεντά-εδρος < γαλλ. pentaèdre· 2: πέντ(ε) -α- (σύγκρ. τρισ-)· λόγ. < αρχ. πενθ- < πεντ(α)- πριν από το σύμφ. [h] (δες δασεία): αρχ. πενθ-ήμερος· εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες