Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "παλιν-"
1 εγγραφή
παλιν- [palin], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή οδοντικό σύμφωνο ή [n] & παλιγ- [paliŋ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από υπερωικό σύμφωνο & παλιμ- [palim], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από χειλικό σύμφωνο & παλιλ- [palil], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [l] & παλιρ- [palir] όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [r] & παλίν- [palín] ή παλίμ- [palím] ή παλίρ- [palír], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & παλι- 1 [pali], κυρίως σε αντιδάνειες λέξεις : α' συνθετικό κυρίως σε λόγιες ή επιστημονικές λέξεις· δηλώνει συνήθ. κατεύθυνση προς τα πίσω ή προς την αφετηρία και επανάληψη αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~δρομώ· ~όρθωση, παλιγγενεσία, παλιλλογία, παλιμβάκχειος, ~νοστώ, παλίρροια, παλιρροϊκός, παλίμψηστος, παλίνδρομος. || παλικινησία.

[λόγ. < αρχ. παλιν- (& παλιγ-, παλιμ-, παλιλ-, παλιρ- ανάλογα με το σύμφ. που ακολουθεί) < επίρρ. πάλιν `πάλι, με αντίστροφη κίνηση΄ ως α' συνθ.: αρχ. παλίρ-ροια, παλιν-ῳδία, ελνστ. παλιγ-γενεσία, παλιμ-βάκχειος & διεθ. palin- < αρχ. παλιν-: παλιγ-γένεσις `αναπαραγωγή κληρονομικών χαρακτηριστικών΄ < διεθ. palin- + -genesis]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες