Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 127 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ούχος -ος / -α -ο [úxos] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο εμπεριέχει ως συστατικό του το στοιχείο που εκφράζει το α' συνθετικό: αερι~, αμυλ~, θει~, ιωδι~, φθορι~, πιτυρ~, ραδι~.
[λόγ. επίθ. < ουσ. -ούχος σε μτφρδ. γερμ. -haltig ως β' συνθ.: αλατ-ούχος < γερμ. salzhaltig]
- ου το [ú] Ο (άκλ.) : αειθαλές δενδρύλλιο με οδοντωτά και αγκαθωτά φύλ λα και μικρούς στρόγγυλους καρπούς κόκκινου χρώματος· αρκουδοπούρναρο: Ένα μπουκέτο με ~ για τα Xριστούγεννα.
[λόγ. < γαλλ. houx]
- ου 1 [ú] επιφ. : το χρησιμοποιεί ο ομιλητής συνήθ. παρατεταμένο [úuu] ως απάντηση για να δηλώσει έντονη κατάφαση, επιδοκιμασία, συμφωνία: Σας άρεσε το φαγητό; - Ούουου, πάρα πολύ. Ήταν καλό το έργο που είδες; - Ούουου, υπέροχο!
[ηχομιμ. (σύγκρ. ελνστ. επιφ. θαυμασμού οὐᾶ)]
- ου 2 επιφ. : το χρησιμοποιεί ο ομιλητής: 1. για έντονη αποδοκιμασία σε λόγο, ανακοίνωση κτλ. κάποιου, συνήθ. παρατεταμένο [úuu] : Δε θέλω (να φωνάζετε) ~. 2. για να διώξει ανεπιθύμητα πρόσωπα δηλώνοντας αγανάκτηση, δυσφορία, έντονη αποδοκιμασία: ~ να (μου) χαθείτε!
[1: αγγλ. (ηχομιμ.)· 2: ηχομιμ.]
- ου 3 μόριο αρνητ. : (απαρχ.) μόνο στις εκφράσεις ~ μπλέξεις*. και ναι και ~, και ναι και όχι. ή ναι ή ~, ή ναι ή όχι.
[λόγ. < αρχ. οὐ (δες στο ουκ)]
- ουά [uá] (άκλ.) : (παιδ.) ηχομιμητική λέξη που μιμείται το κλάμα του μωρού.
[ηχομιμ.]
- ουαί [ué] επιφ. : 1. επιτατικό στην εκφορά ~ και αλίμονο: ~ και αλίμονο, αν κρινόταν το μέλλον τους από αυτόν, αλίμονό τους. 2. (απαρχ.) ΦΡ ~ τοις ηττημένοις, αλίμονο στους ηττημένους.
[λόγ. < ελνστ. οὐαί]
- ουαλικός -ή -ό [ualikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Ουαλία ή στους Ουαλούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς.
[λόγ. Ουαλ(ία) -ικός < αγγλ. Wal(es) -ία (ορθογρ. δαν.)]
- ουάου [uáu] επιφ. : (προφ.) χρησιμοποιείται απολύτως και δηλώνει θαυμασμό και ικανοποίηση: ~, τι αμάξι ήταν αυτό!
[λόγ. < αγγλ. wow]
- ουβερτούρα η [uvertúra] Ο25α : (μουσ.) εισαγωγή, προοίμιο ενός μουσικού έργου· πρελούντιο. ANT φινάλε.
[ιταλ. overtura με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ]



