Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ορο- 1 [oro] & ορό- [oró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. όρος (αρσ.) ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στο σύνορο, στο όριο: ~θέτηση, ~σήμανση, ~φύλακας, ορόσημο.
[λόγ. < ελνστ. ὁρο- θ. του αρχ. ουσ. ὅρο(ς) ὁ ως α' συνθ.: ελνστ. ὁρο-θεσία]
- ορο- 2 & ορό-, όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (ανατ., ιατρ.) το ουσ. ορός ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: ~αιμάτωμα, ~γόνος, ~διάγνωση. || ορόγαλα.
[λόγ. < αρχ. ὀρο- θ. του ουσ. ὀρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ὀρο-ποσία `το να πίνει κάποιος τυρόγαλο΄ μτφρδ. γαλλ. séro-: ορο-θεραπεία < γαλλ. sérothérapie]
- ορο- 3 & ορεο- [oreo] ή ορεό- [oreó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. όρος (ουδ.) ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στα βουνά: ~πέδιο, ~σειρά, ~γένεση, ορεογνωσία, ορεογραφία, ορεόφυτα.
[λόγ. < ελνστ. ὀρο-, ὀρεο- θ. του αρχ. ουσ. ὄρο(ς) τό ως α' συνθ.: ελνστ. ὀρο-πέδιον, ὀρεο-σέλινον & γαλλ. oro-, oréo- < ελνστ. ὀρο-, ὀρεο-: ορο-γραφικός < γαλλ. orographique, ορεο-πίθηκος < oréopithèque]



