Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ορθο-"
2 εγγραφές [1 - 2]
ορθο- 1 [orθo] & ορθό- [orθó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ορθ- [orθ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: I. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στην έννοια: 1. όρθιος, σε κατακόρυφη θέση: ~κέραμος, ~στάτης· ~μαρμάρωση. 2. όρθια στάση του ανθρώπινου σώματος: ~ποδίζω· ~στασία. II1. ορθός, σωστός, χωρίς λάθη, σφάλματα: ~γράφος· ~γραφία, ~έπεια, ~φωνία. || ορθόδοξος, ~δοξία. 2. (επιστ., ιατρ.) κανονικός σχηματισμός, διάπλαση κτλ.: ορθοδοντία, ορθοδοντική, ~μετωπία. || ~πεδικός. III. ορθός λόγος: ~λογισμός· ~λογικός. IV. ορθή γωνία: ~γώνιο, ~διαγώνιος, ορθόπρισμα· ~γωνικός, ~γώνιος. || (νεολ., επιστ.) ~αναγωγέας, ~φωτογραφία.

[λόγ. < αρχ. ὀρθ(ο)- θ. του επιθ. ὀρθό(ς) `όρθιος, σωστός΄ ως α' συνθ.: αρχ. ὀρθο-στάτης, ὀρθο-γώνιον, ελνστ. ὀρθο-γραφία & γαλλ. orth(o)- < αρχ. ὀρθ(ο)-: ορθ-οδοντία < γαλλ. orthodontie, ορθο-πεδικός < γαλλ. orthopédique]

ορθο- 2 : (ανατ., ιατρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό εντοπίζεται ή αναφέρεται στο ορθό, στην απόληξη του παχέος εντέρου: ~κήλη, ~σκόπηση, ~σκόπιο· ~κολπικός.

[λόγ. < θ. της λ. ορθ(όν) (έντερον) -ο-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες