Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οποίος 2 -α -ο : (λόγ., ειρ., χωρίς άρθρο) σε επιφωνηματικές εκφορές, συνήθ. σε ελλειπτικό λόγο, πόσο μεγάλος: Οποία αφέλεια! Οποίο(ν) θράσος!
[λόγ. < αρχ. ὁποῖος `τι είδους΄ σε πλάγια ερώτηση]