Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οποίος 1 -α -ο [opíos] αντων. αναφ. (βλ. Ε4) : πάντοτε με το οριστικό άρθρο· μπαίνει στη θέση του αναφορικού που: 1. για να αποφευχθεί η ασάφεια: α. όταν βρίσκονται στη φράση δύο λέξεις που θα μπορούσε να είναι λέξεις της αναφοράς: Tο παιδί του λοχαγού, το οποίο είχε βρεθεί εκεί, μου είπε όλα όσα έγιναν. β. συχνά όταν το αναφορικό ισοδυναμεί με εμπρόθετο: H γυναίκα από την οποία αγόρασε τα μήλα. 2. για υφολογικούς λόγους, όταν υπάρχουν στην ίδια περίοδο πολλά που: Ο άνθρωπος που είδαμε χτες, ο ~ φορούσε καπέλο.
[λόγ. < μσν. οποίος < ο ποίος, την ποίαν, τα ποία κτλ. < ποίος `ποιος;΄ (δες ποιος, πρβ. και που) με προσθήκη του άρθρου: μτφρδ. (μσν.) γαλλ. lequel (του ποίου κτλ. < γαλλ. duquel κτλ.), και προσθήκη αρχικού ο- αναλ. προς τα μσν.: οδείνα, οκάπου, όποιος (διαφ. το οποίος 2)]