Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "νερο-"
1 εγγραφή
νερο- [nero] & νερό- [neró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & νερ- [ner], συχνά όταν το α' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. νερό ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. υδατο-, υδρο-). 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. αναφέρεται στο νερό: ~μάζωμα, ~κουβαλητής. β. είναι κατάλληλο για νερό: ~βάρελο, ~πότηρο. γ. δουλεύει με τη δύναμη του νερού: νερόμυλος, ~πρίονο. || γίνεται με τη δύναμη του νερού: ~τριβή. δ. έχει σχέση με την παρουσία νερού: ~μπογιά· νερόκρασο, μείγμα νερού και κρασιού. 2. σε σύνθετα επίθετα, δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει παρασκευαστεί με βασικό συστατικό το νερό και με την απουσία άλλων συστατικών: νερόβραστος. || (σε ουσ.) για φαγητό ή ποτό το οποίο περιέχει περισσότερο νερό από το κανονικό ή γενικά είναι άνοστο ή άγευστο: ~ζούμι, νερόπλυμα. 3. σε σύνθετες λέξεις οι οποίες αποτελούν την κοινή ή προφορική ονομασία ζώων, πτηνών ή φυτών που ζουν ή ευδοκιμούν στο νερό ή κοντά στο νερό: νεράγκαθο, νερόκοτα, ~χελώνα, ~λούλουδο, ~μολόχα.

[θ. της λ. νερ(ό) -ο-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες